- χιονάνθρωπος
- ο, Ν1. ομοίωμα ανθρώπου που συνηθίζεται να κατασκευάζουν με χιόνι τα παιδιά, για παιχνίδι, τον χειμώνα2. φρ. «χιονάνθρωπος τών Ιμαλαΐων» — υποθετικό τερατόμορφο ον τών Ιμαλαΐων στο οποίο αποδόθηκαν ορισμένα ίχνη στη ζώνη τού αιώνιου χιονιού, που θεωρήθηκαν αποτυπώματα τεράστιων πελμάτων, αλλ. γέτι.
Dictionary of Greek. 2013.